- γαλακτοφάγος
- γαλακτοφάγοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαλακτοφάγος — ο (AM γαλακτοφάγος) αυτός που τρέφεται κυρίως ή αποκλειστικά με γάλα … Dictionary of Greek
γαλακτοφάγον — γαλακτοφάγος masc/fem acc sg γαλακτοφάγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοφάγα — γαλακτοφάγος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοφάγοι — γαλακτοφάγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοφάγους — γαλακτοφάγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοφάγων — γαλακτοφάγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
JOHANNES Langius — Silesius, Medicus clarissimus, Cosmographiam primo Lipsiae docuit, inde in Italiam profectus. sub Nic. Leoniceno, Ferrariae, Medicinae operam dedit. Reversus in Germaniam, Heidelbergae vixit, Frid. II. Othonis Henr. et Frid. III. Medicus… … Hofmann J. Lexicon universale
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γλακτοφάγος — γλακτοφάγος, ον (Α) 1. ο γαλακτοφάγος, αυτός που ζει με γάλα 2. (πληθ. ως ουσ.) οι Γλακτοφάγοι σκυθικός λαός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλακτ (πρβλ. γλακτοτρόφος) + φαγος < (θ.) φαγ , έφαγον, αόρ. β τού εσθίω (βλ. και λ. γάλα)] … Dictionary of Greek